- ἀπειλητήριος
- ἀπειλ-ητήριος, α, ον,A of or for threatening,
λόγοι Hdt.8.112
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λόγοι Hdt.8.112
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απειλητήριος — ἀπειλητήριος, α, ον (Α) αυτός που απειλεί, απειλητικός … Dictionary of Greek
ἀπειλητηρίους — ἀπειλητήριος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)